- νειός
- νειός, ἡ (ΑΜ, Α και νεός και νέα)1. αγρός ο οποίος οργώθηκε και πάλι, αφού παρέμεινε χέρσος για λίγο χρόνο με σκοπό την ενδυνάμωση τής γης, νιάμα («αἴτιον τοῡ θᾱττον ἐκτελοῡν καὶ μὴ καρπίζεσθαι τἠν γῆν, ἀλλὰ νειὸν ποιεῑν», Θεόφρ.)2. η άροση, το όργωμα και ιδίως η ειδική σπορά αγρού για αναζωογόνησή τουαρχ.θηλυκό άλογο που αφέθηκε ανόχευτο για έναν χρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. *neiwos, όν. που θεωρείται παρ. ενός ΙΕ επιρρ. *ni «χαμηλά, κάτω». Επομένως, νειός < *νειFός. Συνδέεται με αρχ. σλαβ. niva, σερβοκροατ. njiva και ρωσ. niva, όλα με σημ. «αγρός, καλλιεργημένη γη». Ενωρίς επήλθε σύγχυση μεταξύ των οικογενειών τού νειός και τού νέος (πρβλ. νέατος, νεώ)].
Dictionary of Greek. 2013.